- έγκωπον
- το мор. уключина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔγκωπον — part neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπαστή — η 1. κοινή ονομασία τού ανώτατου χείλους τών δύο πλευρών πλοίου 2. (για τα μικρά σκάφη) το μικρό κατάστρωμα τής πλώρης και τής πρύμνης που είναι στρωμένο με σανίδια 3. οποιοδήποτε προστατευτικό κιγκλίδωμα εξώστη, σκάλας, σκαλωσιάς, οικοδομής… … Dictionary of Greek